- άγραφτος
- -η, -οβλ. άγραπτος και άγραφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άγραφος — η, ο (Α ἄγραφος, ον) [γράφω] 1. αυτός που δεν γράφηκε, που δεν διατυπώθηκε ή δεν δηλώθηκε εγγράφως, άγραπτος, άγραφτος 2. αυτός που δεν καταγράφηκε σε κατάλογο ή σε πίνακα, ακατάγραφος, ακαταχώριστος, αδήλωτος 3. αυτός πάνω στον οποίο δεν έχει… … Dictionary of Greek
ασύντακτος — και χτος, η, ο (AM ἀσύντακτος, ον, Α και ἀξύν ) [συντάσσω] 1. ανοργάνωτος, άτακτος, ακατάστατος 2. (για στρατεύματα) αυτός που δεν έχει παραταχθεί για μάχη 3. (για λόγο ή κείμενο) που δεν τηρεί τους συντακτικούς κανόνες νεοελλ. για γραπτά κείμενα … Dictionary of Greek
άγραφος — άγραφος, η, ο και άγραφτος, η, ο 1. εκείνος που δεν είναι γραμμένος: Του έδωσε ένα άγραφο χαρτί. 2. αυτός που δεν έχει γράψει: Έχω ακόμη άγραφα τα μαθηματικά μου. 3. απροσδόκητος: Αυτό είναι απ τ άγραφα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)